- φανατισμός
- Συναισθηματική έξαρση που οδηγεί σε υπερβολές κάθε είδους. Αρχικά ο όρος είχε μόνο θρησκευτική έννοια, αλλά στη σημερινή γλώσσα επεκτάθηκε ώστε να σημαίνει και την έξαρση που κατέχει εκείνον που πιστεύει πως είναι επιφορτισμένος με μια αποστολή (θρησκευτική, κοινωνική ή πολιτική), την οποία προσπαθεί να εκπληρώσει με αδιαλλαξία και μερικές φορές με τη βία. Τέτοια έξαρση μπορεί να προκληθεί τόσο από τα λόγια ενός προφήτη ή ενός κήρυκα, όσο και από λειτουργικές πράξεις ή από τη χρήση διεγερτικών, όπως είναι η περίπτωση της περίφημης ισλαμικής αίρεσης των ασασίνων. Με το όνομα φανατικοί (από το λατινικό fanum = ναός) ονομάζονταν αρχικά στην αρχαία Ρώμη οι πιστοί της θεάς Κυβέλης, των οποίων οι λατρευτικές εκδηλώσεις ήταν πολύ έξαλλες. Ο φ. κατατάσσεται μεταξύ των φαινομένων του μυστικισμού.
* * *ο, Ν1. απόλυτη, μανιώδης αφοσίωση σε μια θρησκεία, πίστη, ιδέα ή σε έναν πολιτικό σχηματισμό ή σε ένα πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, η οποία συνήθως εξωθεί σε μίσος και έχθρα ή και σε βιαιότητες κατά τών αντιφρονούντων2. (κατ' επέκτ.) τυφλή και αλόγιστη εμπάθεια που εξαλείφει κάθε στοιχείο κριτικής σκέψης και κάθε όριο ανοχής απέναντι στις αντίθετες απόψεις, μισαλλοδοξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fanatisme (βλ. λ. φανατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 σε Έγγραφα τής Ιεράς Συνόδου].
Dictionary of Greek. 2013.